- κιρσοειδής
- κιρσοειδήςvaricosemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιρσοειδής — ές (Α κιρσοειδής, ές) αυτός που είναι πρησμένος έτσι ώστε να μοιάζει με κιρσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κιρσοειδῆ — κιρσοειδής varicose neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κιρσοειδής varicose masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κιρσοειδής varicose masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδεῖς — κιρσοειδής varicose masc/fem acc pl κιρσοειδής varicose masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδέα — κιρσοειδής varicose neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κιρσοειδής varicose masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδές — κιρσοειδής varicose masc/fem voc sg κιρσοειδής varicose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδοῦς — κιρσοειδής varicose masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδέσι — κιρσοειδής varicose masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδέσιν — κιρσοειδής varicose masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοειδῶν — κιρσοειδής varicose masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek